- ανάστεμα
- τό1) детище; воспитанник; питомец; 2) восстановление, приведение в порядок (здания, сада и т. п.); 3) дрожжи
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανάστημα — το (AM ἀνάστημα) [ανίστημι] ύψος, μέγεθος νεοελλ. 1. ύψος ανθρώπου, μπόι 2. ηθικό ύψος, μεγαλείο 3. ύψωμα, λόφος 4. (κ. ανάστεμα) έργο, δημιούργημα μσν. αρχ. 1. οικοδόμημα, κτήριο 2. οίδημα, εξάνθημα … Dictionary of Greek